- φαρμακολογικός
- η , ό[ν] фармакологический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαρμακολογικός — ή, ό, Ν [φαρμακολογία] ο σχετικός με τη φαρμακολογία. επίρρ... φαρμακολογικώς και φαρμακολογικά, Ν από φαρμακολογική άποψη … Dictionary of Greek
φαρμακολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με τη φαρμακολογία (βλ. λ.), που είναι της φαρμακολογίας: Φαρμακολογικά προβλήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)